Λίγα λόγια...

Η Αντίπαρος είναι ένα νησί του Νότιου Αιγαίου και ανήκει στον Νομό Κυκλάδων. Ιδρύθηκε το 1914 ως Κοινότητα αλλά προήχθη σε Δήμο το 2010 με την εφαρμογή του Νόμου του Καλλικράτη. Στην Αρχαιότητα ήταν ενωμένη με την γειτονική της Πάρο αλλά πλέον απέχει περίπου ένα ναυτικό μίλι νοτιοδυτικά από αυτήν. Σήμερα τα δύο νησιά χωρίζονται από ένα ρηχό στενό μέσου βάθους 4,5 m, το οποίο ονομάζεται Αμφίγειο. Η Αντίπαρος καταλαμβάνει έκταση περίπου 38 km2 με μέγιστο μήκος περίπου 12,5 km, σε κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο, και μέγιστο πλάτος περίπου 5,5 km. Το μήκος των ακτών της είναι περίπου 57 km.

Η Αντίπαρος περιβάλλεται από πολλά μικρά νησιά. Προς Βορρά εντοπίζονται ο Κάβουρας (Πάνω Φηρό), το Διπλό (Κάτω Φηρό) καθώς και οι βράχοι Κόκκινος Τούρλος και Μαύρος Τούρλος. Στη Βορινή είσοδο του στενού βρίσκεται το Γαϊδουρονήσι (Ν. Όρος), ο Σάλιαγκος και τα Μουρντάρια (Ρεματονήσι). Σημειώνεται ότι το τελευταίο αποτελεί ιδιοκτησία Γουλανδρή. Νοτιότερα συναντώνται τα Παντερονήσια, πέντε σε αριθμό και αποτελούνται από τα νησιά Τουρνά, Πρόζα, Γλαρόμπι, Τηγάνι και Παντερονήσι ή Νησί του Σίμου. Νοτιοδυτικά της Νήσου Αντιπάρου εντοπίζονται τα δύο μεγαλύτερα από τα γειτονικά νησία το Δεσποτικό και το Στρογγυλό. Ανάμεσα στην Αντίπαρο και το Δεσποτικό βρίσκεται το Τσιμιντήρι. Εκτός από τα Μπουρντάρια, τα υπόλοιπα νησιά είναι ακατοίκητα και κάποια χρησιμοποιούνται σαν βοσκότοποι. Τέλος, μερικά από αυτά θεωρούνται υψίστης αρχαιολογικής σημασίας, όπως το Δεσποτικό, ο Σάλιαγκος και το Τσιμιντήρι.

Ο κύριος οικισμός του νησιού, το «Χωριό», όπως ονομάζεται βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του νησιού. Στον οικισμό υπάρχει το λιμάνι, το Κάστρο καθώς και όλες οι δημόσιες υπηρεσίες του νησιού. Ο οικισμός αναπτύχθηκε περιμετρικά του ιστορικού κέντρου, το ενετικό Κάστρο, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού. Στο νοτιοδυτικό άκρο της Αντιπάρου βρίσκεται ο παραθεριστικός οικισμός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως τη δεκαετία του 1970 από το σύλλογο χρυσοχόων.  Στην ανατολική πλευρά του νησιού εντοπίζεται ο Σωρός και βορειότερα βρίσκεται ο Κάμπος, περιοχή με διάσπαρτες αγροτικές κυρίως κατοικίες, η οποία  συνδέθηκε με τον παραλιακό δρόμο που διέρχεται από το Απάντημα και τα Γλυφά μέσω έργων οδοποιίας. Ο συνολικός αριθμός των μόνιμων κατοίκων του νησιού, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, υπολογίζεται σε 1.211.

 

Ιστορική Αναδρομή

Η Αντίπαρος χαρακτηρίζεται από μία μακραίωνη ιστορική πορεία. Η πλούσια ιστορία της σχετίζεται άμεσα με την γειτνίαση της με την Πάρο, με την οποία παλαιότερα ήταν ενωμένη. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες, ο Σάλιαγκος, ο οποίος αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα δύο νησιά, καθώς ήταν μια χαμηλή χερσόνησος του ισθμού, αποτέλεσε τον πρώτο τόπο εγκατάστασης του πληθυσμού στις Κυκλάδες τη Λίθινη Εποχή, και ως εκ τούτου αποτελεί τον αρχαιότερο οικισμό των Κυκλάδων. Η μεγάλη ανάπτυξη των πρωτοκυκλαδικών πολιτισμών της Πάρου, της Αντιπάρου και του Δεσποτικού συνεχίστηκε την Τρίτη χιλιετία π.Χ. Οι πρώτες ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν το 19ο αιώνα αποκάλυψαν νεκροταφεία, κεραμικά και ειδώλια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού στις θέσεις Απάντημα, Σωρό, Πεταλίδα και Κρασάδες. Στο Δεσποτικό, στις θέσεις  Λιβάδι και Ζουμπάρια ανακαλύφθηκαν τάφοι, ενώ στην περιοχή Χειρόμυλος βρέθηκαν ίχνη προϊστορικού οικισμού. Στο Στρογγυλό σώζονται ερείπια νεολιθικού οικισμού ενώ στον Κάβουρα βρέθηκαν ειδώλια της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου.

Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχουν πολλές σημαντικές καταγραφές σχετικά με την Αντίπαρο κατά την Αρχαιότητα. Θεωρούνταν τμήμα της Πάρου και ονομαζόταν «Ωλίαρος», δηλαδή δασώδες βουνό. Το Δεσποτικό αναφερόταν ως  «Πρεπέσινθος». Σήμερα πραγματοποιούνται ανασκαφές στο Δεσποτικό, οι οποίες έφεραν στο φως  ένα μοναδικό αρχαϊκό ιερό στη θέση Μάνδρα το οποίο λειτούργησε από τον 7ο αιώνα π.Χ. έως και τα Ρωμαϊκά χρόνια.

Σύμφωνα με τις ιστορικές καταγραφές, κατά την Βυζαντινή και Οθωμανική περίοδο το νησί ήταν στόχος περιοδικών επιδρομών από πειρατές που χρησιμοποιούσαν τους κολπίσκους για ορμητήρια, ώσπου σχεδόν ερημώθηκε. Από το 1207 μέχρι και το 1537 η Αντίπαρος πέρασε στα χέρια των Ενετών. Αξιοσημείωτο γεγονός αποτελεί η κατασκευή του Κάστρου το 1440 από τον Λορεντάνο, το οποίο σταδιακά εξελίχθηκε στον μεγαλύτερο και πιο σημαντικό οικισμό του νησιού. Το 1537 η Αντίπαρος κατελήφθη από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και εντάχθηκε ολοκληρωτικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1566, όπου παρέμεινε μέχρι το 1821. Εξαίρεση αποτελεί το διάστημα από το 1770 έως το 1774, όταν καταλήφθηκε από το ρωσικό στόλο των αδελφών Ορλώφ και έγινε ξανά στόχος πειρατικών επιδρομών. Πρέπει να αναφερθεί η σημαντική συνεισφορά των κατοίκων του νησιού, οι οποίοι ήταν από τους πρώτους που συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση, στην αντίσταση κατά των Γερμανών την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν έγινε μυστική βάση για τους Συμμάχους.

Τέλος, αξίζει να γίνει μια αναφορά και στα μεταλλεία της Αντιπάρου καθώς υπάρχουν στοιχεία που φανερώνουν την μεγάλη εκμετάλλευση τους στο παρελθόν. Τα μεταλλεύματα που εντοπίζονται στο νησί είναι θειούχος μόλυβδος, θειούχος ψευδάργυρος, χαλαζίας, οξείδια του μαγγανίου, θειϊκό βάριο και σιδηρομεταλλεύματα. Στα τέλη του 19ου αιώνα διαπιστώθηκε ότι η Ελληνική Μεταλλευτική είχε πραγματοποιήσει εργασίες στην Αντίπαρο. Στη συνέχεια, κ άλλες εταιρίες επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τα κοιτάσματα αλλά το 1900 η Γαλλική Εταιρία Λαυρίου αγόρασε το σύνολο  των μεταλλείων. Αυτή, επιμελήθηκε την εγκατάσταση σημαντικών υποδομών, όπως κτήρια, γραφεία, μηχανές και σιδηρόδρομους για την μεταφορά των μεταλλευμάτων με βαγόνια. Από το 1902 έως το 1920,  εξωρύχθησαν περίπου 46.000 τόνοι μεταλλευμάτων και το 1926, η Ανώνυμη Εταιρία μεταλλείων και εμπορίας μεταλλευμάτων ανέλαβε την εκμετάλλευση των μεταλλείων της Αντιπάρου μέχρι το 1931. Από το 1952 έως το 1956, η εταιρία «Αιγαίον» εξόρυξε τα εναπομείναντα κοιτάσματα μολύβδου. Έκτοτε δεν έχει παρατηρηθεί κάποια δραστηριότητα  εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων.